- ζωομορφιστής
- οοπαδός του ζωομορφισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζωομορφιστής — ο [ζωομορφισμός] ο οπαδός τού ζωομορφισμού … Dictionary of Greek